αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… … Dictionary of Greek
αναποδιάζω — πόδιασα, ποδιάστηκα, ποδιασμένος 1. μτβ., προκαλώ αναποδιά, κακοτυχία: Αυτός ο άνθρωπος μας αναπόδιασε τη δουλειά. 2. αμτβ., γίνομαι ή είμαι ανάποδος, παράξενος: Έβλεπε καθαρά πως η γυναίκα του όσο πήγαινε κι αναπόδιαζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek
ανασβολιάζω — [ανασβολιά] πάω άσχημα, αναποδιάζω, έχω γρουσουζιά «η δουλειά ανασβολιάζει» … Dictionary of Greek
αναπόδιασμα — αναπόδιασμα, το και αναπόδιαση, η το να αναποδιάζει κανείς (βλ. αναποδιάζω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)